-
1 υπόθεση
[-ις (-εως)] η1) предположение, допущение; гипотеза;υπόθεση κάνω — это моё предположение;
2) дело; вопрос;επείγουσα (δίκαια) υπόθεση — срочное (справедливое) дело;
δήμόσιες ( — или κοινωνικές) υπόθέσεις — общественные дела;
η ουσία της υπόθεσης — суть дела;
υπόθεση της ειρήνης — дело мира;
καταπιάνομαι με την υπόθεση — приниматься за дело;
ας έρθουμε στην υπόθεση — перейдём к делу;
αότό είναι άσχετο με την υπόθεση — это к делу не относится;
είναι άλλη υπόθεση — это другое дело, это другой вопрос;
αυτό είναι δική μου υπόθεση — это моё дело;
είναι προσωπική του υπόθεση — это его личное дело;
δεν ανακατεύομαι σ' αυτή την υπόθεση — мне нет до этого дела;
γιά ατομική υπόθεση — по личному делу;
αυτή η υπόθεση έγινε το χειμώνα — дело было зимой;
3) сюжет, тема;η υπόθεση τού μυθιστορήματος ανάγεται είς... — события, описанные в романе, относятся к...;
4) юр. дело;αστική (ποινική) υπόθεση — гражданское (уголовное) дело;
κερδίζω την υπόθεση — выиграть дело;
§ επί τή υπόθέσει — а) предположим, допустим; — б) например;
καθ' υπόθεσιν — предположительно, условно
-
2 μάχη
η битва, сражение, бой; борьба;μάχη της σοδειβς — битва за хлеб (партизанское движение за спасение урожая от гитлеровцев);
τό πεδίο της μάχης — поле битвы;
μάχη σώμα προς σώμα — рукопашный бой;
δίνω μάχη — давать бой;
κερδίζω την μάχη — выиграть сражение;
κυριεύω με μάχη — взять с бою
-
3 αιωνιότητα
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αιωνιότητα
-
4 δίκη
η1) суд, судебный процесс, судебное дело, тяжба;δίκη ερήμην — заочное судебное разбирательство;
δίκη κατ' αντιμωλίαν — очное судебное разбирательство;
έξοδα τής δίκης — судебные издержки;
κερδίζω (χάνω) την δίκη — выигрывать (проигрывать) судебный процесс;
2) отмщение; воздаяние;
См. также в других словарях:
κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… … Dictionary of Greek
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
προσκτώμαι — άομαι, ΝΑ [κτῶμαι] 1. αποκτώ κάτι επιπροσθέτως, αυξάνω αυτά που έχω («προσεκτήσατο μεγάλην περιουσίαν», Ηρόδ.) 2. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα) κερδίζω την εύνοια, παίρνω με το μέρος μου, προσεταιρίζομαι («ἐφρόντιζε ἱστορέων τοὺς ἂν Ἑλλήνων… … Dictionary of Greek
κατακτώ — (Α κατακτώμαι, άομαι) 1. αποκτώ κάτι με κόπους και προσπάθειες ή με την ικανότητά μου (α. «κατέκτησε με αγώνες την εξουσία» β. «ἀρετὴν κατακτώμενοι», Θουκ.) 2. προσελκύω προς το μέρος μου, κερδίζω την εύνοια κάποιου (α. «τόν κατέκτησε με τον… … Dictionary of Greek
μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… … Dictionary of Greek
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek
ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ … Dictionary of Greek
εκδημαγωγώ — ἐκδημαγωγῶ ( έω) (Α) κερδίζω την εύνοια με δημαγωγικά τεχνάσματα … Dictionary of Greek
εκθώπτω — ἐκθώπτω (Α) κερδίζω την εύνοια ή συμπάθεια κάποιου με κολακείες … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek